δι-εκ-δικέω

δι-εκ-δικέω

δι-εκ-δικέω, = ἐκδικέω, Schol. Eur. Hec. 1029.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • διαδικώ — (I) διαδικῶ ( έω) (Α) 1. διαγωνίζομαι στο δικαστήριο 2. εκδικάζω κάποια υπόθεση, κρίνω δίκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + δικέω, ώ]. (II) διαδικῶ ( έω) (Α) αδικώ υπερβολικά, διαπράττω αδικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (επιτατ.) + αδικέω ( ώ)] …   Dictionary of Greek

  • περδίκης — περί δικέω mulct imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιδίκης — περί δικέω mulct imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπερδικῆσαι — ἐκ , περί δικέω mulct aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”