δι-εγερτήριος

δι-εγερτήριος

δι-εγερτήριος, = folgdm, Eust.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εγερτήριος — α, ο 1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή ικανότητα να αφυπνίζει 2. αυτός που έχει την ικανότητα να ερεθίζει 3. το ουδ. ως ουσ. το εγερτήριο* …   Dictionary of Greek

  • -τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”