- μαγικός
μαγικός, den Magier betreffend, magisch, Plut. Them. 29; dah. zauberisch, betrügend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαγικός, den Magier betreffend, magisch, Plut. Them. 29; dah. zauberisch, betrügend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαγικός — ή, ό (AM μαγικός, ή, όν) [μάγος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μάγους («διακοῡσαι δὲ καὶ τῶν μαγικῶν λόγων, τοῡ βασιλέως κελεύσαντος», Πλούτ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαγεία (α. «μαγικά ξόρκια» β. «μαγική τέχνη») 3. το θηλ.… … Dictionary of Greek
μαγικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαγεία: Μαγικό φίλτρο. 2. μτφ., γοητευτικός, ελκυστικός, σαγηνευτικός: Ο μαγικός κόσμος των ζώων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαγικά — μαγικός magical neut nom/voc/acc pl μαγικά̱ , μαγικός magical fem nom/voc/acc dual μαγικά̱ , μαγικός magical fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγικώτερον — μαγικός magical adverbial comp μαγικός magical masc acc comp sg μαγικός magical neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγικῶν — μαγικός magical fem gen pl μαγικός magical masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγικόν — μαγικός magical masc acc sg μαγικός magical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγικαῖς — μαγικός magical fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγικοῖς — μαγικός magical masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγικοῦ — μαγικός magical masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγικούς — μαγικός magical masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγικῆς — μαγικός magical fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)