- μαγειρίσκος
μαγειρίσκος, ὁ, dim. von μάγειρος, komisch σοφιστὴς μ., Ath. VII, 292 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαγειρίσκος, ὁ, dim. von μάγειρος, komisch σοφιστὴς μ., Ath. VII, 292 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαγειρίσκος — μαγειρίσκος, ὁ (Α) [μάγειρος] υποκορ. τού μάγειρος, ως επωνυμία σοφιστών («ἄλλος σοφιστὴς μαγειρίσκος τάδε λέγει», Αθήν.) … Dictionary of Greek
μαγειρίσκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek
μάγειρος — και μάγερος και μάγειρας και μάγερας, ο, θηλ. μαγείρισσα και μαγέρισσα (AM μάγειρος, θηλ. μαγείρισσα, Α δωρ. τ. μάγιρος, αιολ. τ. μάγοιρος, θηλ. μαγείραινα, Μ και μάγειρας και μάγερας) αυτός που παρασκευάζει φαγητά, που έχει έργο να μαγειρεύει (α … Dictionary of Greek
μαγειρίσκιον — μαγειρίσκιον, τὸ (Α) αργυρό σκεύος με ιδιάζουσα μορφή και κατασκευή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγειρίσκος. Τη λ. έχει δανειστεί η λατ. (πρβλ. magiriscium «το σκεύος που χρησιμοποιεί ο μάγειρος»)] … Dictionary of Greek