παρα-σόφισμα

παρα-σόφισμα

παρα-σόφισμα, τό, übel angebrachte Weisheit, B. A. 59.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παράδοξο — Διεθνής φιλοσοφικός όρος, προερχόμενος από τα ελληνικά, ο οποίος κατά γράμμα σημαίνει «παρά την δόξαν», δηλαδή παρά τη γενική γνώμη. Αυτό το π. μπορεί να έχει διπλή αξία, αρνητική όταν φαίνεται να αντιθέτεται σε γνώμες αληθινές και ισχυρότερες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”