- δεινόω
δεινόω, schrecklich, groß machen, übertreiben, ἐπὶ τὸ μεῖζον πάντα Thuc. 8, 74; Plut. Pericl. 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεινόω, schrecklich, groß machen, übertreiben, ἐπὶ τὸ μεῖζον πάντα Thuc. 8, 74; Plut. Pericl. 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεινοῖ — δεινόω make terrible pres ind mp 2nd sg δεινόω make terrible pres opt act 3rd sg δεινόω make terrible pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεινώσομεν — δεινόω make terrible aor subj act 1st pl (epic) δεινόω make terrible fut ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεδείνωται — δεινόω make terrible perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεινουμένην — δεινόω make terrible pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεινοῦντας — δεινόω make terrible pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεινοῦντος — δεινόω make terrible pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεινοῦσθαι — δεινόω make terrible pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεινοῦται — δεινόω make terrible pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεινωθῆναι — δεινόω make terrible aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐδείνου — δεινόω make terrible imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐδείνωσα — δεινόω make terrible aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)