- δεκαχῆ
δεκαχῆ, zehnfach, in zehn Theile, Dio Cass. 55, 24 τεταγμένοι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεκαχῆ, zehnfach, in zehn Theile, Dio Cass. 55, 24 τεταγμένοι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεκαχή — δεκαχῇ επίρρ. (Α) σε δέκα τμήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + (ουρανικό πρόσφυμα) αχ (πρβλ. αλλ αχ όθεν, αλλ αχ ού, αλλ αχ ή) + (επίρρ. κατάλ.) ή (και ῄ)] … Dictionary of Greek
δεκαχῆ — in ten parts indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέκαχα — δεκαχῆ in ten parts indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… … Dictionary of Greek