- δι-εν-τέλλομαι
δι-εν-τέλλομαι, auftragen, ὀξέως, Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-εν-τέλλομαι, auftragen, ὀξέως, Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τέλλομαι — Α αρχίζω να υπάρχω, εμφανίζομαι (α. «τελλομένου ἔτεος», Απολλ. Ρόδ. β. «τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου φυτευθὲν λοιπὸν αἰει τέλλετο»,Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. που μαρτυρείται στην μτχ. τελλομένου ἔτεος και στο σύνθ. περιτελλομένων ἐνιαυτῶν (βλ. λ.… … Dictionary of Greek
τέλλομαι — τέλλω accomplish pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντέλλομαι — (AM ἐντέλλομαι και ἐντέλλω) δίνω εντολή, αναθέτω σε κάποιον να εκτελέσει κάτι («τοῑσι δέ... ἐνετέλλετο ὁ Κροῑσος ἐπειρωτᾱν τὰ χρηστήρια» τούς έδωσε εντολή ο Κροίσος να ρωτήσουν το μαντείο, Ηρόδ.) νεοελλ. 1. φρ. «εντελλόμενα έξοδα» έξοδα υπηρεσίας … Dictionary of Greek
περιτέλλομαι — Α 1. περιστρέφομαι και συμπληρώνω έναν κύκλο, επανέρχομαι αφού συμπληρώσω την χρονική περίοδο που διαρκώ 2. (για τον Ήλιο και τους αστέρες) ανυψώνομαι πάνω από τον ορίζοντα, ανατέλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τέλλομαι «διατελώ, αυξάνομαι,… … Dictionary of Greek