- δεκατό-σπορος
δεκατό-σπορος, in der zehnten Saat, im zehnten Geschlecht, υἱός Ep. ad. 210 (App. 108).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεκατό-σπορος, in der zehnten Saat, im zehnten Geschlecht, υἱός Ep. ad. 210 (App. 108).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριτόσπορος — ον, Α φρ. «τριτόσπορος γυνή» η τριτή γενιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + σπορος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. δεκατό σπορος] … Dictionary of Greek