- δικασία
δικασία, ἡ, Proceß, Streit, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δικασία, ἡ, Proceß, Streit, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δικασία — δικασίᾱ , δικασία lawsuit fem nom/voc/acc dual δικασίᾱ , δικασία lawsuit fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικασίᾳ — δικασίᾱͅ , δικασία lawsuit fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικασίας — δικασίᾱς , δικασία lawsuit fem acc pl δικασίᾱς , δικασία lawsuit fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικασίαν — δικασίᾱν , δικασία lawsuit fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)