- δικαστηρίδιον
δικαστηρίδιον, τό, ein Gerichtshöfchen, Ar. Vesp. 803. Dim. von
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δικαστηρίδιον, τό, ein Gerichtshöfchen, Ar. Vesp. 803. Dim. von
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δικαστηρίδιον — δικαστηρίδιον, το (Α) [δικαστήριον] δικαστήριο για γέλια, ασήμαντο δικαστήριο … Dictionary of Greek
δικαστηρίδιον — δικαστηρ̱ίδιον , δικαστήριον court of justice neut nom/voc/acc sg δικαστηρίδιον neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)