δεκα-πλοῦς

δεκα-πλοῦς

δεκα-πλοῦς, οῠν, zehnfach, τίμημα Din. 1, 60; Dem. 24, 83 u. A.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δεκαπλός — ή, ό (AM δεκαπλοῡς, η, ουν) ο δεκαπλάσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + πλους* (για το β συνθετικό πρβλ. α πλούς, τρι πλούς)] …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • ευθυπλοΐα — η (Α εὐθύπλοια) [ευθύπλους] ο κατ ευθείαν πλους, η πλεύση σε ευθεία γραμμή («αἱ τοῡ Τάγου ἐκβολαὶ πλησίον, ἐφ᾿ ἅς εὐθυπλοίᾳ... στάδιοι δ εἰσὶ δέκα», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • τοσαπλούς — ή, oῡν, Μ ο τοσαπλασίων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος + πλους (βλ. λ. πλος). Η μορφή τού α συνθετικού είναι αναλογική προς τα επτα , δεκα ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”