- μαιεύτρια
μαιεύτρια, ἡ, fem. zu μαιευτής, Hebamme, Soph. frg. 86 bei B. A. 108, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαιεύτρια, ἡ, fem. zu μαιευτής, Hebamme, Soph. frg. 86 bei B. A. 108, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαιεύτρια — midwife fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαιεύτρια — η (AM μαιεύτρια) η μαία νεοελλ. η μαιευτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαιεύομαι + επίθημα τρια] … Dictionary of Greek
μαιευτριῶν — μαιεύτρια midwife fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαιευτρίαις — μαιεύτρια midwife fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαιεύτριαι — μαιεύτρια midwife fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαιεύτριαν — μαιεύτρια midwife fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαιευτήρας — ο, η, θηλ. μαιεύτρια γιατρός ειδικευμένος στη μαιευτική και στη γυναικολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαιεύω + επίθημα τήρ (> τήρας)] … Dictionary of Greek