- δι-εψευσμένως
δι-εψευσμένως, erlogen, fälschlich, M. Ant. 2, 17; stand auch sonst Strab. 1, 3, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-εψευσμένως, erlogen, fälschlich, M. Ant. 2, 17; stand auch sonst Strab. 1, 3, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εψευσμένως — ἐψευσμένως (Α) επίρρ. ψευδώς, απατηλά, λανθασμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη μτχ. παρακμ. εψευσμένος τού ψεύδομαι*] … Dictionary of Greek
ἐψευσμένως — falsely indeclform (adverb) ψεύδω cheat by lies perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)