- δι-εχθραίνω
δι-εχθραίνω, verstärktes simplex; τινί, Sext. Emp. adv. math. 1, 49.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-εχθραίνω, verstärktes simplex; τινί, Sext. Emp. adv. math. 1, 49.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐχθραίνω — hate pres subj act 1st sg ἐχθραίνω hate pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εχθραίνω — ἐχθραίνω (ΑΜ) [έχθρα] (μεταγ. τ. τού εχθαίρω) 1. μισώ, εχθρεύομαι 2. βρίσκομαι σε εχθρικές σχέσεις με κάποιον, είμαι εχθρός («δύο ἀδελφοὶ ἐχθραίνοντες ἀλλήλοις», Τζέτζ.) 3. κάνω κάποιον εχθρικό, μισητό («τὰς Ἑλληνίδας πόλεις ἤχθραινε τῷ Δαρείῳ»… … Dictionary of Greek
ἐχθραίνετε — ἐχθραίνω hate pres imperat act 2nd pl ἐχθραίνω hate pres ind act 2nd pl ἐχθραίνω hate imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθραίνῃ — ἐχθραίνω hate pres subj mp 2nd sg ἐχθραίνω hate pres ind mp 2nd sg ἐχθραίνω hate pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθραινόμεθα — ἐχθραίνω hate pres ind mp 1st pl ἐχθραίνω hate imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθραινόμενον — ἐχθραίνω hate pres part mp masc acc sg ἐχθραίνω hate pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθραινόντων — ἐχθραίνω hate pres part act masc/neut gen pl ἐχθραίνω hate pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθραίνει — ἐχθραίνω hate pres ind mp 2nd sg ἐχθραίνω hate pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθραίνομεν — ἐχθραίνω hate pres ind act 1st pl ἐχθραίνω hate imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθραίνοντα — ἐχθραίνω hate pres part act neut nom/voc/acc pl ἐχθραίνω hate pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθραίνοντι — ἐχθραίνω hate pres part act masc/neut dat sg ἐχθραίνω hate pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)