- παρα-σχοινίζω
παρα-σχοινίζω, durch ein daneben od. davor gezogenes Seil ausmessen, Strab. XV, 710.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-σχοινίζω, durch ein daneben od. davor gezogenes Seil ausmessen, Strab. XV, 710.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρεσχοίνισται — παρά σχοινίζω perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοίνισμα — τὸ, ΜΑ τμήμα γης που έχει καταμετρηθεί με σχοίνο, κλήρος («σχοίνισμα κληρονομίας αὐτοῡ Ἰσραήλ», ΚΔ) αρχ. 1. καταμέτρηση τμήματος γης με σχοίνο 2. συνεκδ. τμήμα λαού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + ισμα, μέσω αμάρτυρου *σχοινίζω (πρβλ. παρα σχοινίζω:… … Dictionary of Greek
περισχοινίζω — ΝΑ 1. περιδένω, δένω ολόγυρα με σχοινί 2. περιβάλλω, περικλείω, περιφράσσω κάτι με σχοινί αρχ. 1. διαχωρίζω κάτι με σχοινί, όπως συνέβαινε στα αθηναϊκά δικαστήρια, όπου οι δικαστές χωρίζονταν από το πλήθος («περισχοινίσαι τὸ δικαστήριον, ὁπότε… … Dictionary of Greek