- μαγευτής
μαγευτής, ὁ, = μάγος, D. Cass. 52, 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαγευτής, ὁ, = μάγος, D. Cass. 52, 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαγευτής — ο, θηλ. μαγεύτρια και μαγεύτρα (AM μαγευτής, θηλ. μαγεύτρια) [μαγεύω] μάγος νεοελλ. ως επίθ. 1. μαγικός 2. θελκτικός, συναρπαστικός («η μαγεύτρα φύση») … Dictionary of Greek
μαγευτάς — μαγευτά̱ς , μαγευτής masc acc pl μαγευτά̱ς , μαγευτής masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγεύτας — μαγεύτας, ὁ (Α) [μαγευτής] φρ. (κατά τον Ησύχ.) «μαγεύτας αὐλός» αυλός που γοήτευε, έθελγε, μάγευε τους ακροατές … Dictionary of Greek