μαιευτικός

μαιευτικός

μαιευτικός, zum Entbinden gehörig; ἡ μαιευτικὴ τέχνη, die Entbindungskunst der Hebamme, Plat. Theaet. 161 c u. öfter; s. bes. Polit. 268 b, wo Sokrates sein Lehrverfahren, die Begriffe aus dem Innern der Schüler zu entwickeln, so bezeichnet, vgl. D. L. 3, 49. – Adv., Poll.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαιευτικός — skilled in midwifery masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαιευτικός — ή, ό (Α μαιευτικός, ή, όν) [μαιεύομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαίευση ή ο κατάλληλος για τη μαίευση (α. «μαιευτική κλινική» β. «μαιευτική τέχνη») 2. φρ. «οι μαιευτικοί διάλογοι» οι διάλογοι τού Πλάτωνος Αλκιβιάδης, Λάχης, Λύσις,… …   Dictionary of Greek

  • μαιευτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τοκετό, στη γέννα: Μαιευτική κλινική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαιευτικώτερον — μαιευτικός skilled in midwifery adverbial comp μαιευτικός skilled in midwifery masc acc comp sg μαιευτικός skilled in midwifery neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαιευτικῶν — μαιευτικός skilled in midwifery fem gen pl μαιευτικός skilled in midwifery masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαιευτικόν — μαιευτικός skilled in midwifery masc acc sg μαιευτικός skilled in midwifery neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαιευτικαί — μαιευτικός skilled in midwifery fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαιευτικοῖς — μαιευτικός skilled in midwifery masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαιευτικοῦ — μαιευτικός skilled in midwifery masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαιευτικῆς — μαιευτικός skilled in midwifery fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαιευτικῇ — μαιευτικός skilled in midwifery fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”