μαιευτικός — skilled in midwifery masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαιευτικός — ή, ό (Α μαιευτικός, ή, όν) [μαιεύομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαίευση ή ο κατάλληλος για τη μαίευση (α. «μαιευτική κλινική» β. «μαιευτική τέχνη») 2. φρ. «οι μαιευτικοί διάλογοι» οι διάλογοι τού Πλάτωνος Αλκιβιάδης, Λάχης, Λύσις,… … Dictionary of Greek
μαιευτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τοκετό, στη γέννα: Μαιευτική κλινική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαιευτικώτερον — μαιευτικός skilled in midwifery adverbial comp μαιευτικός skilled in midwifery masc acc comp sg μαιευτικός skilled in midwifery neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαιευτικῶν — μαιευτικός skilled in midwifery fem gen pl μαιευτικός skilled in midwifery masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαιευτικόν — μαιευτικός skilled in midwifery masc acc sg μαιευτικός skilled in midwifery neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαιευτικαί — μαιευτικός skilled in midwifery fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαιευτικοῖς — μαιευτικός skilled in midwifery masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαιευτικοῦ — μαιευτικός skilled in midwifery masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαιευτικῆς — μαιευτικός skilled in midwifery fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαιευτικῇ — μαιευτικός skilled in midwifery fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)