- δι-ευ-τυχέω
δι-ευ-τυχέω, immer glücklich sein; ἄχρι γήρως διευτυχηκώς Apollod. com. Stob. flor. 53, 4; συνεχῶς τῇ οὐσίᾳ Dem. 42, 4; Arr. An. 4, 7, 8. u. a. Sp. oft; auch τινός, Ael. H. A. 17, 27; περί τι, Theop. Ath. XII, 531 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.