δι-ετήσιος

δι-ετήσιος

δι-ετήσιος, das Jahr durch dauernd; ἀγῶνες καὶ ϑυσίαι Thuc. 2, 38; Dion. Hal. 1, 32. – Aber B. A. 35 wird das adv. aus Thuc. u. Ar. angeführt, = δι' ἔτους, καϑ' ἕκαστον ἔτος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐτήσιος — lasting a year masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετήσιος — α, ο (ΑΜ ἐτήσιος, ον, Α ιων. τ. ἐτήσιος, ία ( ίη), ον) [έτος] 1. αυτός που διαρκεί ένα έτος («πένθος ἐτήσιον», Ευρ.) 2. αυτός που γίνεται κάθε χρόνο (α. «ετήσιες εξετάσεις» β. «ἐτησίους θυσίας», Θουκ.) νεοελλ. (για μισθό, εισοδήματα κ.λπ.) ο ενός …   Dictionary of Greek

  • ετήσιος — α, ο 1. αυτός που γίνεται με τη συμπλήρωση έτους: Ετήσιο μνημόσυνο. 2. που διαρκεί ένα έτος: Η θητεία των μελών του συμβουλίου είναι ετήσια. 3. αυτός που γίνεται κάθε χρόνο: Ετήσιες εξετάσεις. 4. αυτός που παρέχεται για όλο το χρόνο, που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐτησίως — ἐτήσιος lasting a year adverbial ἐτήσιος lasting a year masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτήσιον — ἐτήσιος lasting a year masc/fem acc sg ἐτήσιος lasting a year neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτησίοις — ἐτήσιος lasting a year masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτησίου — ἐτήσιος lasting a year masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτησίους — ἐτήσιος lasting a year masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτησίων — ἐτήσιος lasting a year masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτησίῳ — ἐτήσιος lasting a year masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτήσια — ἐτήσιος lasting a year neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”