- δι-ετία
δι-ετία, ἡ, Zeit von 2 Jahren, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-ετία, ἡ, Zeit von 2 Jahren, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετιά — Ακατοίκητος ορεινός οικισμός (υψόμ. 510 μ.) του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεύκης. Στο χωριό σώζεται μια ενετική έπαυλη, γνωστή ως σπίτι του Μέτσου. * * * η η ιτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιτέα, με μετάθεση φωνηέντων, πρβλ. αλυχτώ <… … Dictionary of Greek
ιτιά — Κοινή ονομασία φυλλοβόλων, δίοικων δέντρων και θάμνων, του βοτανικού γένους σάλιξ, της οικογένειας των σαλικιδών (δικοτυλήδονα). Οι ι. χαρακτηρίζονται από τα μικρά, γυμνά άνθη τους (αχλαμυδωτά, δηλαδή χωρίς στεφάνη), που είναι μόνο αρσενικά ή… … Dictionary of Greek
ὑετία — ὑετίᾱ , ὑέτιος rainy fem nom/voc/acc dual ὑετίᾱ , ὑέτιος rainy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ὑ̱ετίᾱ , ὑετία rainy weather fem nom/voc/acc dual ὑ̱ετίᾱ , ὑετία rainy weather fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλωνόγυρτος — και κλωνόγερτος, η, ο αυτός τού οποίου τα κλαδιά γέρνουν προς το έδαφος («κλωνόγυρτη ετιά», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῶνος + γυρτος (< γυρτός < γέρνω), πρβλ. μισό γυρτος, ολό γυρτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1823 στον Διονύσιο Σολωμό] … Dictionary of Greek
ὑετίαι — ὑετίᾱͅ , ὑέτιος rainy fem dat sg (attic doric aeolic) ὑ̱ετίᾱͅ , ὑετία rainy weather fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑετίαν — ὑετίᾱν , ὑέτιος rainy fem acc sg (attic doric aeolic) ὑ̱ετίᾱν , ὑετία rainy weather fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
pū̆ -2 : peu̯ǝ- — pū̆ 2 : peu̯ǝ English meaning: to rot, stink Deutsche Übersetzung: “faulen; stinken” Note: presumably from a pu “fie!” evolved Material: O.Ind. pū yati “wird faul, stinkt” = Av. puyeiti “wird faul”, O.Ind. pūya , m “pus”, pū… … Proto-Indo-European etymological dictionary