- δι-ισθμίζω
δι-ισθμίζω od. δι-ισθμέω, über den Isthmus bringen; λέμβους διισϑμίσαντα, mss. διισϑμήσαντα, Pol. 4, 19, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-ισθμίζω od. δι-ισθμέω, über den Isthmus bringen; λέμβους διισϑμίσαντα, mss. διισϑμήσαντα, Pol. 4, 19, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.