δεισι-δαίμων

δεισι-δαίμων

δεισι-δαίμων, ον, die Götter fürchtend, a) im guten Sinne, gottesfürchtig, Xen. Cyr. 3, 3, 58; = φροντίζων τῶν ϑὲῶν Arist. Pol. 5, 11. – b) in tadelndem Sinne, abergläubisch, die Götter knechtisch fürchtend, vgl. Theophr. Char. 25; εἰς δεισιδαίμονα διάϑεσίν τινα ἐμβάλλειν D. Sic. 4, 51; vgl. 1, 62; so a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δεισιδαίμονας — ο (AM δεισιδαίμων, ον) αυτός που κατέχεται από δεισιδαιμονίες, ο προληπτικός αρχ. 1. ο ευσεβής, ο θεοσεβής 2. φρ. «δεισιδαίμων διάθεσις» δεισιδαιμονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δεισι (< δείδω*) + δαίμων. Η λ. δεισιδαίμων ανήκει στην κατηγορία τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”