- δι-ισχῡριείω
δι-ισχῡριείω, = folgdm, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-ισχῡριείω, = folgdm, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισχυριείω — ἰσχυριείω (Α) επιθυμώ να ισχυριστώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό ρ. τού τ. ἰσχυρίζομαι: ἰσχυρι είω < ἰσχυριοῦμαι, μέλλ. τού ἰσχυρίζομαι] … Dictionary of Greek