- δι-εσφαλμένως
δι-εσφαλμένως, fehlerhaft, Arr. Epict. 3, 23, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-εσφαλμένως, fehlerhaft, Arr. Epict. 3, 23, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐσφαλμένως — erringly indeclform (adverb) σφάλλω make to fall perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εσφαλμένος — η, ο μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. σφάλλω*. επίρρ... εσφαλμένως και α (ΑΜ ἐσφαλμένως) κατά λάθος, λανθασμένα, παράλογα, κακώς … Dictionary of Greek
ημαρτημένως — (AM ἡμαρτημένως) επίρρ. εσφαλμένως αρχ. φρ. «ἡμαρτημένως ἔχει» είναι εσφαλμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημαρτημένος, μτχ. παρακμ. τού αμαρτάνομαι] … Dictionary of Greek
ηπατημένως — ἠπατημένως (Α) επίρρ. εσφαλμένως, λαθεμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μτχ. μεσοπαθ. παρακμ. ηπατημένος τού ρ. απατώ] … Dictionary of Greek
κακοκαταλαβαίνω — αντιλαμβάνομαι κάτι κακώς, εσφαλμένως ή δυσχερώς … Dictionary of Greek
μέλω — (ΑM μέλω) (το γ εν. ενεργ. ενεστ. ως απρόσ.) μέλει αποδίδεται από κάποιον σημασία σε κάτι, είναι κάτι αντικείμενο φροντίδας κάποιου (α. «δεν μέ μέλει που δεν ήλθε» β. «οὐδέν μοι μέλει», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «να μη σέ μέλει εσένα» να μην… … Dictionary of Greek
παράσημος — ον, Α 1. αυτός που δηλώνεται με ψεύτικο σημάδι, αυτός που δεν είναι γνήσιος, ο νόθος, ο ψεύτικος 2. αυτός που σημειώνεται στο περιθώριο 3. αυτός που δείχνει, που φανερώνει κάτι, ενδεικτικός 4. επίσημος, γνωστός, περίφημος για κάτι 5. αξιόλογος,… … Dictionary of Greek
παραπαίω — ΝΑ νεοελλ. 1. βαδίζω ασταθώς, παραπατώ, τρικλίζω 2. ενεργώ ή κινούμαι χωρίς λογικό ειρμό ή αποφασιστικότητα, δεν ξέρω τί κάνω ή τί λέω αρχ. 1. χτυπώ εσφαλμένως, αστόχως 2. (για μουσικό) κρούω εσφαλμένο τόνο 3. είμαι ή γίνομαι παράφρονας, χάνω τα… … Dictionary of Greek
ИОАНН ЗЛАТОУСТ. Часть II — Учение Считая правильную веру необходимым условием спасения, И. З. в то же время призывал веровать в простоте сердца, не обнаруживая излишнего любопытства и помня, что «природа рассудочных доводов подобна некоему лабиринту и сетям, нигде не имеет … Православная энциклопедия