- δειπνίον
δειπνίον, τό, dim. von δεῖπνον, Ar. bei Hesych. s. V. οὐ γὰρ ἄκανϑαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δειπνίον, τό, dim. von δεῖπνον, Ar. bei Hesych. s. V. οὐ γὰρ ἄκανϑαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δειπνίον — δειπνίον, το (Α) φτωχικό, ανεπίσημο δείπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό τού δείπνον] … Dictionary of Greek
αναδείπνια — ἀναδείπνια, τα (Μ) δεύτερο δείπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δειπνία, πληθ. τού υποκορ. δειπνίον] … Dictionary of Greek
απόδειπνο — Η προτελευταία από τις επτά καθημερινές προσευχές που έλεγαν οι πρώτοι χριστιανοί. Στην αρχή, περιλάμβανε μόνο ορισμένους ψαλμούς από την Αγία Γραφή, αργότερα όμως (γύρω στον 4ο αι.) συμπληρώθηκε και με άλλες ευχές και ύμνους λανβάνοντας τη μορφή … Dictionary of Greek
δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… … Dictionary of Greek