δειπνάριον

δειπνάριον

δειπνάριον, τό, dim. von δεῖπνον, Diphil. bei Ath. IV, 156 f; Lucill. 29 (XI, 10).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δειπνάριον — δειπνάριον, το (Α) ανεπίσημο δείπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό τού δείπνον] …   Dictionary of Greek

  • δειπνάριον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειπναρίοις — δειπνάριον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειπναρίου — δειπνάριον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειπνάρια — δειπνάριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”