- δι-αύλειον
δι-αύλειον, τό, Suid., διαύλιον, Hesych. und Schol. Ar. Ran. 271. 1282; das Zwischenflötenspiel, ὅταν ἡσυχίας πάντων γενομένης ἔνδον ὁ αὐλητὴς ᾄσῃ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-αύλειον, τό, Suid., διαύλιον, Hesych. und Schol. Ar. Ran. 271. 1282; das Zwischenflötenspiel, ὅταν ἡσυχίας πάντων γενομένης ἔνδον ὁ αὐλητὴς ᾄσῃ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὔλειον — αὔλειος of masc acc sg αὔλειος of neut nom/voc/acc sg αὔλειος of masc/fem acc sg αὔλειος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)