- δια-ψέγω
δια-ψέγω, verstärktes ψέγω; Plat. Legg. I, 639 a; Ael. V. H. 2, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-ψέγω, verstärktes ψέγω; Plat. Legg. I, 639 a; Ael. V. H. 2, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διαψέγειν — διά ψέγω blame pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαψέγοντος — διά ψέγω blame pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαψέγοι — διαψέγοῑ , διά ψέγω blame pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόψογος — η, ο / φιλόψογος, ον, ΝΜΑ αυτός που τού αρέσει να ψέγει, φιλοκατήγορος («οὐ διὰ ταῡτά σε ψέγω ὅτι εἰμὶ φιλόψογος», Πλάτ.). επίρρ... φιλοψόγως Α κατά τρόπο φιλόψογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ψόγος (< ψέγω), πρβλ. κακό ψογος] … Dictionary of Greek