δια-ψαίρω

δια-ψαίρω

δια-ψαίρω, durchreiben, durchstreichen; αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ar Av. 1717; durchscharren, ὄρνιϑες πόδεσσι Opp. H. 2, 116; intr., οἶά τε γήρ ια διαψαίρουσιν ἀέλλαις, ein Spiel der Winde werden, Nic. Al. 127.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • διαψαίρουσι — διά ψαίρω graze pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διά ψαίρω graze pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαψαίρουσιν — διά ψαίρω graze pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διά ψαίρω graze pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαψαίρω — διά ψαίρω graze pres subj act 1st sg διά ψαίρω graze pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαψαίρειν — διά ψαίρω graze pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαψαίροντες — διά ψαίρω graze pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαψαίρουσα — διά ψαίρω graze pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”