- δια-χρώννῡμι
δια-χρώννῡμι, übermalen, anfärben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-χρώννῡμι, übermalen, anfärben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνδιαχρώννυμαι — ή συνδιαχρώζω Μ χρωματίζω κάτι αναμιγνύοντας δύο ή περισσότερα χρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διά + χρώννυμι / χρώζω «χρωματίζω»] … Dictionary of Greek