δια-φώσκω

δια-φώσκω

δια-φώσκω, = διαφαύσκω; ἅμ' ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ, mit Tagesanbruch, Her. 3, 86. 9, 45; ἡμέρας διαφωσκούσης, D. Sic. 18, 72.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φώσκω — Α (κατά τον Ησύχ.) φέγγω, χαράζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά συνήθως σύνθ. με προθέσεις (πρβλ. δια φώσκω, ὑπο φώσκω) και αποτελεί μεταπλασμένο τ. τού ρ. φαύσκω*, κατ επίδραση τής λ. φῶς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”