- δια-φλέγω
δια-φλέγω, ganz verbrennen, Plut. Alc. 39; τὰς ψυχάς, anfeuern, Mar. 16 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-φλέγω, ganz verbrennen, Plut. Alc. 39; τὰς ψυχάς, anfeuern, Mar. 16 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φλέγω — ΝΜΑ 1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.) 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.) νεοελλ. 1. μέσ. φλέγομαι μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη… … Dictionary of Greek