- δια-φθορέω
δια-φθορέω, = διαφϑείρω, l. d., ὑπὸ κυνῶν διαφϑορεύμενος, Her. 7, 10, 8, bessere Lesart διαφορεύμενος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-φθορέω, = διαφϑείρω, l. d., ὑπὸ κυνῶν διαφϑορεύμενος, Her. 7, 10, 8, bessere Lesart διαφορεύμενος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.