- δια-φορητικός
δια-φορητικός, ή, όν, zum Zertheilen, Abführen geschickt, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-φορητικός, ή, όν, zum Zertheilen, Abführen geschickt, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταφορητικός — ή, ό (Α καταφορητικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καταφόρηση αρχ. αυτός που εξαντλεί, που καταστρέφει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φορητικός (< φορητός < φορῶ), πρβλ. δια φορητικός, περι φορητικός] … Dictionary of Greek