δια-φαίνω

δια-φαίνω

δια-φαίνω (s. φαίνω), durchscheinenlassen; τὰς ἑαυτῶν φύσεις Pol. 12, 24, 1; Theocr. 18, 26; διαφαίνοντα ἱμάτια Philem. Ol. Alex. paed. 2 p. 90; zeigen, ἀλκήν Plut. Thes. 6; sonst intrans., wie das pass., τὸ μεγαλοπρεπὲς διὰ τῶν σχημάτων διαφαίνει Xen. Mem. 3, 10, 5; ἤδη διαφαινούσης τῆς ἡμέρης, als der Tag durchleuchtete, anbrach, Her. 7, 219; ἠὼς διέφαινε 8, 38. 9. 47; vgl. Pol. 18, 2, 5; καιομένα διέφανε πυρά Pind. P. 3, 44. – Pass., hindurchscheinen, sichtbar werden: Hom. Odyss. 9, 379 vom glühenden Hebel διεφαίνετο δ' αἰνῶς; Iliad. 8, 491. 10, 199 ἐν καϑαρῷ, ὅϑι δὴ νεκύων διεφαίνετο χῶρος (πιπτόντων), wo durch oder zwischen den Todten hindurch sich eine (freie) Stelle zeigte; – ἐν πείρᾳ τέλος διαφαίνεται Pind. P. 3, 44 sich zeigen, Thuc. 1, 19 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • PENULA seu PAENULA — itinerarium fuit apud Romanos vestimentum aut pluviale, ael. Lamprid. in Alexandro Severo c. 27. ita enim habet Cod. Palatinus, cum alias aut plisviae legatur: et quidem ut plurimum scorteum. Unde Martial. l. 14. Epigramm. 130. cuius lemma… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PRIAPUS — I. PRIAPUS Liberi patris et Veneris fil. quem superstitiosa antiquitas hortorum praesidem credidit, addo et portuum. Leonidas vetus poeta: Ταῦθ᾿ ὁ Πρίηπος ἐγὼν ἐπιτέλλομαι ὁ λιμενίτης. De quo vide Voss. de Idol. l. 2. c. 7. et Dempster. ad Rosin …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ευσεβοφανής — εὐσεβοφανής, ές (Μ) αυτός που φαίνεται ότι ακολουθεί την ευσέβεια, την ορθή πίστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευσεβής + φανής (< φαίνω), πρβλ. δια φανής, εμ φανής] …   Dictionary of Greek

  • ημιφανής — ἡμιφανής, ές (Α) αυτός που φαίνεται κατά το ήμισυ, που είναι ακάλυπτος κατά το ήμισυ. Επιρρ. ἡμιφανῶς (Α) με ημιφανή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φανής (< φαίνω), πρβλ. α φανής, δια φανής] …   Dictionary of Greek

  • παραφάσσω — (I) Α αγγίζω, ψηλαφίζω, χαϊδεύω ελαφρά ή κρυφά, ιδίως το γυναικείο αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀφάσσω «ψηλαφώ»]. (II) Α 1. μιλώ διαστρεβλωμένα, άτοπα, εσφαλμένα 2. συνεκδ. παραφρονώ, είμαι τρελός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παρ(α) * + φάσσω (< φαίνω… …   Dictionary of Greek

  • τριφανής — (I) ές, Α αυτός που έχει τριπλή λάμψη, τριπλή αίγλη («τῆς... τοῡ ἀρχικοῡ κάλλους... τριφανοῡς θεωρίας», Δίον. Αρεοπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * φανής (< φαίνω), πρβλ. δια φανής]. (II) ο, Ν (ορυκτ.) άλλη ονομασία τού ορυκτού σποδούμενο …   Dictionary of Greek

  • φάσμα — Εικόνα που επιτυγχάνεται όταν από τις σύνθετες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (φωτεινές ακτίνες, υπέρυθρες, υπεριώδεις και ακτίνες X) διαχωρίζονται οι ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Τούτο είναι δυνατόν αν εκμεταλλευτεί είτε το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”