- δια-φωτίζω
δια-φωτίζω, erleuchten, Luc. Icarom. 21; übertr., ψυχήν, aufklären, Plut. prof. virt. sent. p. 243; auch βίᾳ διαφωτίσαι τόπον, d. i. mit Gewalt Platz nehmen, Plut. Cat. mai. 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-φωτίζω, erleuchten, Luc. Icarom. 21; übertr., ψυχήν, aufklären, Plut. prof. virt. sent. p. 243; auch βίᾳ διαφωτίσαι τόπον, d. i. mit Gewalt Platz nehmen, Plut. Cat. mai. 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ζευς — Η κορυφαία θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεον. Βλ. λ. Δίας. (Αστρον.) Πλανήτης του ηλιακού συστήματος. Βλ. λ. Δίας (Αστρον.). * * * και Δίας, ο (AM Ζεύς, Διός) 1. (στην αρχαία Ελλάδα) βασιλιάς και πατέρας θεών και ανθρώπων, θεός τού ουρανού και… … Dictionary of Greek
λάμπω — (AM λάμπω) 1. εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, φέγγω (α. «ο ήλιος λάμπει αυτή την ώρα» β. «όλα τα κουζινικά έλαμψαν μετά το γυάλισμα» γ. «τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ ὥς τε στεροπή», Ομ. Ιλ. δ. «λύχνος τῷ πυρὶ λαμπόμενος», Λουκιαν.) 2. (για το πρόσωπο, για την… … Dictionary of Greek
παραφάσσω — (I) Α αγγίζω, ψηλαφίζω, χαϊδεύω ελαφρά ή κρυφά, ιδίως το γυναικείο αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀφάσσω «ψηλαφώ»]. (II) Α 1. μιλώ διαστρεβλωμένα, άτοπα, εσφαλμένα 2. συνεκδ. παραφρονώ, είμαι τρελός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παρ(α) * + φάσσω (< φαίνω… … Dictionary of Greek
φλέγω — ΝΜΑ 1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.) 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.) νεοελλ. 1. μέσ. φλέγομαι μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη… … Dictionary of Greek