- δια-φυγγάνω
δια-φυγγάνω, = διαφεύγω, nur pr. u. impf.; Thuc. 7, 44; ἐκ τῶν δικαστηρίων Aesch. 3, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-φυγγάνω, = διαφεύγω, nur pr. u. impf.; Thuc. 7, 44; ἐκ τῶν δικαστηρίων Aesch. 3, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.