- δια-φυτεύω
δια-φυτεύω, verpflanzen; Theophr.; übh. = pflanzen; ἐν ἀγορᾷ πλάτανον Ar. frg. bei Hephaest. p. 73; auch = bepflanzen, νῆσον δένδροις, Philostr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-φυτεύω, verpflanzen; Theophr.; übh. = pflanzen; ἐν ἀγορᾷ πλάτανον Ar. frg. bei Hephaest. p. 73; auch = bepflanzen, νῆσον δένδροις, Philostr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διεφύτευσε — διά φυτεύω of the thing planted aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτίζω — και χτίζω (AM κτίζω) 1. (για πόλη) ανεγείρω, ιδρύω, θεμελιώνω (α. «κτιζομένη πόλις», Φιλόδ. β. «ο Μέγας Αλέξανδρος έκτισε την Αλεξάνδρεια» γ. «Πάμμιλον πέμψαντες Σελινοῡντα κτίζουσι», Θουκ. δ. «Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφώνος κτισθεῑσαν», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek