- δια-φρέω
δια-φρέω (vgl. εἰς-φρέω), durchlassen; κνίσσαν διὰ τῆς πόλεως οὐ διαφρήσετε Ar. Av. 193; auch Thuc. 7, 32 v. 1. für διαφήσουσι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-φρέω (vgl. εἰς-φρέω), durchlassen; κνίσσαν διὰ τῆς πόλεως οὐ διαφρήσετε Ar. Av. 193; auch Thuc. 7, 32 v. 1. für διαφήσουσι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρέω — Α (μόνον σύνθ. με τις προθέσεις εἰς, ἐκ, διά) άγω, οδηγώ, φέρω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πίφρημι] … Dictionary of Greek
πίφρημι — Α (αμάρτυρος τ. ενεστ.) 1. (μτβ.) εισάγω ή εξάγω κάτι 2. (αμτβ.) εισέρχομαι ή εξέρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. απαντά συνήθως στον αόρ. και μέλλ., σπανίως στον ενεστ. (πρβλ. απρμφ. πιφράναι, ἐσ πιφράναι) και πάντοτε σύνθ. με προθέσεις: εἰς, ἐκ, διά, ἀπὸ … Dictionary of Greek