- δια-φρύγω
δια-φρύγω, ganz dörren, rösten, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-φρύγω, ganz dörren, rösten, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διαφρυγείς — διά φρύγω roast aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφρυγέντας — διά φρύγω roast aor part pass masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφρύξας — διαφρύ̱ξᾱς , διά φρύγω roast aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάφρυξον — διάφρῡξον , διά φρύγω roast aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγίνδα — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «παιδιᾱς εἶδος διὰ κυάμων». [ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγω + επιρρμ. κατάλ. ινδα (πρβλ. βασιλ ίνδα)] … Dictionary of Greek