δι-αυθ-αίρετος

δι-αυθ-αίρετος

δι-αυθ-αίρετος, um seiner selbst willen zu wählen, Stob.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιδιαίρετος — ἰδιαίρετος, ον (Μ) ο εκλεγμένος ξεχωριστά. επίρρ... ἰδιαρέτως (Μ) με τη θέληση κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο + αιρετος (< αιρετός < αιρώ), πρβλ. αναφ αίρετος, αυθ αίρετος] …   Dictionary of Greek

  • ευαίρετος — εὐαίρετος, ον (Α) αυτός που εύκολα συλλαμβάνεται ή κυριεύεται, ο ευάλωτος («εὐαίρετος λαγώς», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αιρετός (< αιρώ), πρβλ. αδι αίρετος, αυθ αίρετος] …   Dictionary of Greek

  • παλιναίρετος — παλιναίρετος, ον (Α) 1. (για δημόσιο άρχοντα) αυτός που καθαιρέθηκε και εκλέχθηκε πάλι 2. (για οικοδόμημα) αυτός που γκρεμίστηκε και οικοδομήθηκε εκ νέου 3. (κατά το λεξ. Τίμ.) «παλιναίρετα... γεγονότα καὶ διεφθαρμένα φευκτά, ἔκβλητα, τὸ ἐναντίον …   Dictionary of Greek

  • αυθαίρετος — η, ο (AM αύθαίρετος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται αυθαίρετα, χωρίς να ακολουθηθούν ορισμένες αρχές, νόμοι, κανονισμοί κ.λπ. 2. το ουδ. ως ουσ. τα αυθαίρετα οικοδομές που έγιναν χωρίς να έχει εκδοθεί άδεια από την αρμόδια αρχή αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”