- δια-τονικός
δια-τονικός, ή, όν, diatonisch; γένος, in der Musik, Arist. Quint. u. a. Mus.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-τονικός, ή, όν, diatonisch; γένος, in der Musik, Arist. Quint. u. a. Mus.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… … Dictionary of Greek