δια-τελής

δια-τελής

δια-τελής, ές, fortwährend, beständig; βρονταί Soph. O. C. 1514; Ggstz μεταξὺ διαφϑειρόμενος Plat. Rep. X, 618 a; ὕδωρ, stets fließend, Ael. V. H. 3, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συντελής — ές, Α 1. αυτός που πληρώνει από κοινού με άλλον φόρους («αἵδε τῶν πόλεων Χερρονησίοις συντελεῑς οὖσαι ἀπέδοσαν», επιγρ.) 2. αυτός που πληρώνει φόρο σε κάποιον, που είναι φόρου υποτελής σε κάποιον 3. αυτός που συνεργεί σε κάτι 4. μτφ. συνδεδεμένος …   Dictionary of Greek

  • διατελής — διατελής, ές (Α) 1. αδιάκοπος, συνεχής («διατελεῑς βρονταί») 2. διαρκής, μόνιμος («τυραννίδες διατελεῑς») 3. αιώνιος («ἀρετὴ διατελής»). [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + τελής < τέλος*] …   Dictionary of Greek

  • τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”