- δια-τρᾱχύνω
δια-τρᾱχύνω, ganz rauh machen, Plut. sol. an. 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-τρᾱχύνω, ganz rauh machen, Plut. sol. an. 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τραχυσμός — ὁ, ΜΑ, και ιων. τ. τρηχυσμός Α [τραχύνω] τράχυνση, σκλήρυνση, τραχύτητα («διὰ ζύσιν ἢ τρηχυσμὸν τοῡ ἐντέρου», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek