- δια-σήθω
δια-σήθω, durchsieben, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-σήθω, durchsieben, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σήθω — ΜΑ κοσκινίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σή θω (αμάρτυρος δωρ. τ. *σᾱθω), με επίθημα θω (πρβλ. ἀλήθω, νήθω) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *tuā «κοσκινίζω» (πρβλ. αρχ. ινδ. titau «κόσκινο») και συνδέεται με το ρ. δια ττάω* «κοσκινίζω καλά». Χωρίς επίθημα θω μαρτυρείται … Dictionary of Greek