- δια-σμῑλεύω
δια-σμῑλεύω, ausschnityen; – ausputzen, poliren; διεσμιλευμέναι φροντίδες καὶ λεπτοὶ λόγοι, Alexis bei Ath. IV, 161 b; – βίβλους Ὁμηρείους, Comet. 6 (XV, 38).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-σμῑλεύω, ausschnityen; – ausputzen, poliren; διεσμιλευμέναι φροντίδες καὶ λεπτοὶ λόγοι, Alexis bei Ath. IV, 161 b; – βίβλους Ὁμηρείους, Comet. 6 (XV, 38).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμιλεύω — ΜΝΑ κατεργάζομαι με σμίλη, γλύφω, λαξεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμίλη. Το ρ. απαντά αρχικά σε συνθ. με προθέσεις (πρβλ. απο σμιλεύω, δια σμιλεύω)] … Dictionary of Greek
τορνεύω — ΝΜΑ [τόρνος] 1. κατεργάζομαι μέταλλο, ξύλο ή άλλο υλικό με τόρνο, τορνάρω 2. μτφ. επεξεργάζομαι περίτεχνα τον λόγο, γραπτό ή προφορικό (α. «τορνευμένες φράσεις» β. «ἵνα τὴν γλῶσσαν τορνεύσαντες λόγον διὰ χειλέων ἐκπέμψωσι», Ιωάνν. Χρυσ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek