- δια-σφάττω
δια-σφάττω, zerschneiden, tödten, Liban.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-σφάττω, zerschneiden, tödten, Liban.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σφάζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. σφάττω και βοιωτ. τ. σφάδδω Α 1. θανατώνω κάποιον κόβοντάς του τον λαιμό 2. (γενικά) φονεύω, σκοτώνω με μαχαίρι, ξίφος ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο 3. μτφ. πληγώνω βαθιά, βασανίζω, ταλαιπωρώ (α. «τα λόγια της τόν έσφαξαν» β. «βλέπε … Dictionary of Greek