- δια-σφακτήρ
δια-σφακτήρ, σίδηρος, das schlachtende, mordende, Antp. Sid. 84 (VII, 493).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-σφακτήρ, σίδηρος, das schlachtende, mordende, Antp. Sid. 84 (VII, 493).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χιμαροσφακτήρ — ῆρος, ὁ, Α αυτός που σφάζει γίδες, χιμαιροφόνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χίμαιρα / χιμάρα + σφακτήρ (< σφάζω + κατάλ. τήρ*), πρβλ. δια σφακτήρ] … Dictionary of Greek