- δια-σφετερίζομαι
δια-σφετερίζομαι, verstärktes simplex, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-σφετερίζομαι, verstärktes simplex, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek